ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάρριψῐς αἱ καταρρίψεις
      γενική τῆς καταρρίψεως τῶν καταρρίψεων
      δοτική τῇ καταρρίψει ταῖς καταρρίψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάρριψῐν τὰς καταρρίψεις
     κλητική ! κατάρριψῐ καταρρίψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταρρίψει
γεν-δοτ τοῖν  καταρριψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάρριψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταρρίπτω, κατα-ριπ(τ)- + -σις > -ψις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κατάρριψη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάρριψις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις καταρρίπτω, ῥῖψις και ῥίπτω