κατάρριψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατάρριψῐς | αἱ | καταρρίψεις | ||||
γενική | τῆς | καταρρίψεως | τῶν | καταρρίψεων | ||||
δοτική | τῇ | καταρρίψει | ταῖς | καταρρίψεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κατάρριψῐν | τὰς | καταρρίψεις | ||||
κλητική ὦ! | κατάρριψῐ | καταρρίψεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταρρίψει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταρριψέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάρριψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταρρίπτω, κατα-ριπ(τ)- + -σις > -ψις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κατάρριψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάρριψις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις καταρρίπτω, ῥῖψις και ῥίπτω
Πηγές
επεξεργασία- κατάρριψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.