↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥῖψῐς αἱ ῥίψεις
      γενική τῆς ῥίψεως τῶν ῥίψεων
      δοτική τῇ ῥίψει ταῖς ῥίψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ῥῖψῐν τὰς ῥίψεις
     κλητική ! ῥῖψῐ ῥίψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥίψει
γεν-δοτ τοῖν  ῥιψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥῖψις < ῥίπτω + -σις > -ψις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥῖψις θηλυκό

  1. ρίψη, ρίξιμο, βολή
  2. εκτόξευση, εκσφενδόνιση
  3. εξακόντιση