ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταρίθμησῐς αἱ καταριθμήσεις
      γενική τῆς καταριθμήσεως τῶν καταριθμήσεων
      δοτική τῇ καταριθμήσει ταῖς καταριθμήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καταρίθμησῐν τὰς καταριθμήσεις
     κλητική ! καταρίθμησῐ καταριθμήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταριθμήσει
γεν-δοτ τοῖν  καταριθμησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταρίθμησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταριθμέω / καταριθμῶ (< κατ- + ἀριθμέω), καταριθμη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταρίθμησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ἀρίθμησις και ἀριθμός