καταρίθμησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καταρίθμησῐς | αἱ | καταριθμήσεις | ||||
γενική | τῆς | καταριθμήσεως | τῶν | καταριθμήσεων | ||||
δοτική | τῇ | καταριθμήσει | ταῖς | καταριθμήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | καταρίθμησῐν | τὰς | καταριθμήσεις | ||||
κλητική ὦ! | καταρίθμησῐ | καταριθμήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταριθμήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταριθμησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταρίθμησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταριθμέω / καταριθμῶ (< κατ- + ἀριθμέω), καταριθμη- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταρίθμησις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ἀρίθμησις και ἀριθμός
Πηγές
επεξεργασία- καταρίθμησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.