εὐψηφίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εὐψηφίς | αἱ | εὐψηφῖδες | ||||
γενική | τῆς | εὐψηφῖδος | τῶν | εὐψηφίδων | ||||
δοτική | τῇ | εὐψηφῖδῐ | ταῖς | εὐψηφῖσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | εὐψηφῖδᾰ | τὰς | εὐψηφῖδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | εὐψηφίς* | εὐψηφῖδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐψηφῖδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐψηφίδοιν | ||||||
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὐψηφίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική εὐ- + ψηφίς, ψῆφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεὐψηφίς, -ῖδος θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- εὐψηφίς, ἐϋψήφις, εὐψήφις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.