Δείτε επίσης: ἐϋψήφις, εὐψήφις
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐψηφίς αἱ εὐψηφῖδες
      γενική τῆς εὐψηφῖδος τῶν εὐψηφίδων
      δοτική τῇ εὐψηφῖδ ταῖς εὐψηφῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν εὐψηφῖδ τὰς εὐψηφῖδᾰς
     κλητική ! εὐψηφίς* εὐψηφῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐψηφῖδε
γεν-δοτ τοῖν  εὐψηφίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐψηφίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική εὐ- + ψηφίς, ψῆφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εὐψηφίς, -ῖδος θηλυκό