↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψηφίς αἱ ψηφῖδες
      γενική τῆς ψηφῖδος τῶν ψηφίδων
      δοτική τῇ ψηφῖδ ταῖς ψηφῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ψηφῖδ τὰς ψηφῖδᾰς
     κλητική ! ψηφίς* ψηφῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψηφῖδε
γεν-δοτ τοῖν  ψηφίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψηφίς < ψῆφ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψηφίς, -ῖδος θηλυκό

  1. υποκοριστικό του ψῆφος
  2. πετραδάκι που χρησιμοποιούσαν για την αρίθμηση
  3. ψηφίδα