ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κέλευσῐς αἱ κελεύσεις
      γενική τῆς κελεύσεως τῶν κελεύσεων
      δοτική τῇ κελεύσει ταῖς κελεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κέλευσῐν τὰς κελεύσεις
     κλητική ! κέλευσῐ κελεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κελεύσει
γεν-δοτ τοῖν  κελευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κέλευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κελεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κέλευσις, -εως θηλυκό