κέλευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κέλευσῐς | αἱ | κελεύσεις | ||||
γενική | τῆς | κελεύσεως | τῶν | κελεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | κελεύσει | ταῖς | κελεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κέλευσῐν | τὰς | κελεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | κέλευσῐ | κελεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κελεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κελευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κέλευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κελεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέλευσις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κέλευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.