κελεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακελεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κελεύω
- θα κελεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κελεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακελεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κέλευση