Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κελεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κελεύω
  2. θα κελεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κελεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

κελεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κέλευση