Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κελεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κελεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κελεύω
  3. θα κελεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κελεύω