Διδώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Διδώ | ||
γενική | της | Διδώς & Διδούς | ||
αιτιατική | τη | Διδώ | ||
κλητική | Διδώ | |||
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη. | ||||
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Διδώ < (ελληνιστική κοινή) Διδώ
Κύριο όνομα επεξεργασία
Διδώ θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Διδώ
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Διδώ | ||||||
γενική | τῆς | Διδοῦς | ||||||
δοτική | τῇ | Διδοῖ | ||||||
αιτιατική | τὴν | Διδώ | ||||||
κλητική ὦ! | Διδοῖ | |||||||
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Διδώ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Διδώ θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) γυναικείο όνομα, η ιδρύτρια της Καρχηδόνας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Διδώ στη Βικιπαίδεια
Πηγές επεξεργασία
- Διδώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Διδώ - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven