βλέψις
Ετυμολογία
επεξεργασία- βλέψις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βλέψις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβλέψις θηλυκό
- το να βλέπω, η όραση
- (συνεκδοχικά) η αντίληψη
- το βλέμμα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βλέπω
Πηγές
επεξεργασία- βλέψις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βλέψῐς | αἱ | βλέψεις | ||||
γενική | τῆς | βλέψεως | τῶν | βλέψεων | ||||
δοτική | τῇ | βλέψει | ταῖς | βλέψεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | βλέψῐν | τὰς | βλέψεις | ||||
κλητική ὦ! | βλέψῐ | βλέψεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βλέψει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βλεψέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βλέψις, (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βλέπω, βλεπ- βλεψ- -ις [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: βλέψις ⇘ νέα ελληνικά: βλέψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβλέψις, -εως θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «βλέπω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- βλέψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.