ἐφελκίς
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ονομαστική | ἐφελκίς | ἐφελκίδε | ἐφελκίδες |
Γενική | ἐφελκίδος | ἐφελκίδοιν | ἐφελκίδων |
Δοτική | ἐφελκίδι | ἐφελκίδοιν | ἐφελκίσι(ν) |
Αιτιατική | ἐφελκίδα | ἐφελκίδε | ἐφελκίδας |
Κλητική | ἐφελκίς | ἐφελκίδε | ἐφελκίδες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἐφελκίς < ἐπί + αρχαία ελληνική ἕλκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *selk-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἐφελκίς θηλυκό