κυάνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κυάνωσῐς | αἱ | κυανώσεις | ||||
γενική | τῆς | κυανώσεως | τῶν | κυανώσεων | ||||
δοτική | τῇ | κυανώσει | ταῖς | κυανώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κυάνωσῐν | τὰς | κυανώσεις | ||||
κλητική ὦ! | κυάνωσῐ | κυανώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυανώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κυανωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυάνωσις < *κυανόω/κυανῶ + -σις (-ωσις) < αρχαία ελληνική κυανός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυάνωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- (καθαρεύουσα) κυάνωσις: η κυάνωση
Πηγές επεξεργασία
- κυάνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.