Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυάνωσῐς αἱ κυανώσεις
      γενική τῆς κυανώσεως τῶν κυανώσεων
      δοτική τῇ κυανώσει ταῖς κυανώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κυάνωσῐν τὰς κυανώσεις
     κλητική ! κυάνωσῐ κυανώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυανώσει
γεν-δοτ τοῖν  κυανωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυάνωσις < *κυανόω/κυανῶ + -σις (-ωσις) < αρχαία ελληνική κυανός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυάνωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία