ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κύρτωσῐς αἱ κυρτώσεις
      γενική τῆς κυρτώσεως τῶν κυρτώσεων
      δοτική τῇ κυρτώσει ταῖς κυρτώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κύρτωσῐν τὰς κυρτώσεις
     κλητική ! κύρτωσῐ κυρτώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυρτώσει
γεν-δοτ τοῖν  κυρτωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κύρτωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κυρτόω / κυρτῶ + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κύρτωσις, -εως θηλυκό