ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάργησῐς αἱ καταργήσεις
      γενική τῆς καταργήσεως τῶν καταργήσεων
      δοτική τῇ καταργήσει ταῖς καταργήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάργησῐν τὰς καταργήσεις
     κλητική ! κατάργησῐ καταργήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταργήσει
γεν-δοτ τοῖν  καταργησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάργησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταργέω / καταρνῶ (< κατ- + ἀργέω) , καταργη- + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κατάργηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάργησις, -εως θηλυκό