ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διακριτικότης αἱ διακριτικότητες
      γενική τῆς διακριτικότητος τῶν διακριτικοτήτων
      δοτική τῇ διακριτικότητ ταῖς διακριτικότησ(ν)
    αιτιατική τὴν διακριτικότητ τὰς διακριτικότητᾰς
     κλητική ! διακριτικότης διακριτικότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακριτικότητε
γεν-δοτ τοῖν  διακριτικοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακριτικότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διακριτικό(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακριτικότης, -ητος θηλυκό