ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάρτισῐς αἱ καταρτίσεις
      γενική τῆς καταρτίσεως τῶν καταρτίσεων
      δοτική τῇ καταρτίσει ταῖς καταρτίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάρτισῐν τὰς καταρτίσεις
     κλητική ! κατάρτισῐ καταρτίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταρτίσει
γεν-δοτ τοῖν  καταρτισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάρτισις < {καταρτί(ζω) (κατ- + ἀρτίζω) + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κατάρτιση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάρτισις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία