Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρτίωση οι αρτιώσεις
      γενική της αρτίωσης* των αρτιώσεων
    αιτιατική την αρτίωση τις αρτιώσεις
     κλητική αρτίωση αρτιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρτιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρτίωση < ἀρτίωσις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρτίωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία