καταπόνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καταπόνησῐς | αἱ | καταπονήσεις | ||||
γενική | τῆς | καταπονήσεως | τῶν | καταπονήσεων | ||||
δοτική | τῇ | καταπονήσει | ταῖς | καταπονήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | καταπόνησῐν | τὰς | καταπονήσεις | ||||
κλητική ὦ! | καταπόνησῐ | καταπονήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταπονήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταπονησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταπόνησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταπονέω / καταπονῶ, καταπονη- + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: καταπόνηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταπόνησις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καταπόνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.