Κατηγορία:Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά - Ελληνιστική κοινή » Ετυμολογία » Δημιουργία λέξεων » από τα αρχαία ελληνικά ««« Δημιουργία νέας λέξης με βάση μια άλλη που προέρχεται από διαφορετική περίοδο ή από διαφορετική γλώσσα. |
Σελίδες στην κατηγορία "Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 999 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- ἀβάκιον
- ἀβακοειδής
- ἀβεβαίως
- ἀβλάβεια
- ἀβοηθήτως
- ἀβούλευτος
- ἀβουλησία
- ἀβουλῶν
- ἁβροδιαίτως
- ἀγαθότης
- ἀγαλμάτιον
- ἀγγαρεύω
- ἀγελάς
- ἀγερώχως
- ἁγισμός
- ἀγνότης
- Ἁγνώ
- ἄγρευσις
- ἀγρευτήρ
- ἀδελφικῶς
- ἀδελφότης
- ἀδερφός
- ἀδιαιρέτως
- ἀδιαλείπτως
- ἀδιαφθόρως
- ἀδιαφορία
- ἀδιαφόρως
- ἀδιαχωρίστως
- ἀδιδάκτως
- ἀδιορθώτως
- ἀδίστακτος
- ἁδρότης
- ἀετιδεύς
- ἀηδονιδεύς
- ἄθριξ
- αἰγιαλῖτις
- αἴγινος
- αἰετιδεύς
- αἱμόστασις
- ἀκανθών
- Ἀκόντιον
- ἀκυρολεξία
- ἀλεκτοριδεύς
- ἄληστος
- ἁλίβρεκτος
- Ἁλικαρνάσσιος
- Ἁλικαρνασσίς
- Ἁλικαρνασσόθεν
- Ἁλικαρνασσοῖ
- Ἀλπώνιος
- ἀλφάβητος
- ἀλωπεκιδεύς
- ἀμητός
- ἀμοιβαδόν
- ἀμφίγλωσσος
- ἀμφίεσις
- Ἀμφισσαῖος
- Ἀμφίσσηθεν
- ἀναβίωσις
- ἀναπληρωματικός
- ἀναπληρωτικός
- Ἄνδροκλος
- Ἀνεμωρεύς
- ἀνέφικτος
- ἀνισεπίπεδος
- ἀνισο-
- ἀντοχή
- ἀπευχή
- ἀπημοσύνη
- ἀποθαρρύνω
- ἀπόκρουσις
- ἀπόπτωσις
- ἀπορρήτως
- ἀποφθέγγομαι
- ἀποχή
- ἀποψίλωσις
- ἀράχιδνα
- ἀρκτοτρόφος
- Ἀρτακεύς
- Ἀρτακηνός
- Ἀρτάκιος
- ἀρχιγραμματεύς
- ἀρχίκλωψ
- ἀσέμνως
- ἀσπλάγχνως
- Ἀσπληδόνιος
- ἀστατέω
- ἀσυμμέτρως
- ἀσφάλτιον
- αὐθεντία
- ἀφοῦ
- ἀφρόγαλα
- ἀψινθία
Β
- βαθυπώγων
- βαναύσως
- βαρυθύμως
- βασιλική
- βιβλιοθήκη
- βιβλιοκάπηλος
- Βιθυνηΐς
- Βιθυνιακός
- Βιθυνιάρχης
- Βιθυνιάς
- Βιθυνιάτης
- Βιθυνιεύς
- Βιθυνικός
- Βιθύνιον
- βιομηχανία
- βίωσις
- βλαπτικός
- βλεφαρίζω
- βλέψις
- βολίς
- βοσκηματώδης
- βόσκησις
- βότειρα
- βόωψ
- βραβεῖον
- βραδύνους
- Βραυρωνίς
- βράχος
- Βρεντεσῖνος
- βρεφο-
- βρεφοκτόνος
- βρωμώδης
- βύσσινον
- βῶλαξ
Γ
Δ
- δᾳδίον
- δανειακός
- δανειστικός
- Δαφνοῦς
- δαφνών
- δειλόψυχος
- δεκάπρωτοι
- Δέλφειος
- δεξίωσις
- δημεχθής
- δημοσίως
- διαβεβαίωσις
- διάβημα
- διαβίωσις
- διάβρωσις
- διαγώνιος
- διάδικος
- διαδοκίς
- διαδοχικός
- διακηρύσσω
- διακίνησις
- διακομιστής
- διακόρευσις
- διακοσιοστός
- διακρίβωσις
- διακριτικότης
- διακυβέρνησις
- διαλάλησις
- διαλευκαίνω
- διαλλακτικός
- διαμελίζω
- διαμέρισις
- διαμηνύω
- διάνοιξις
- διανομεύς
- διανυκτέρευσις
- διαπεραίωσις
- διάπλασις
- διαπόρθμευσις
- διαρθρωτικός
- διάρρηξις
- διασάφησις
- διάσεισις
- διασκέδασις
- διασκευάζω
- διασκευή
- διασταλτικός
- διάστερος
- διάστιξις
- διασχίζω
- διάσωσις
- διαφύλαξις
- διαχαράσσω
- δίγαμμα
- δίγαμος
- δίγνωμος
- διδασκαλεῖον
- διεγείρω