ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γᾱζοφῠλᾰκ-
ονομαστική γαζοφύλαξ οἱ γαζοφύλακες
      γενική τοῦ γαζοφύλακος τῶν γαζοφυλάκων
      δοτική τῷ γαζοφύλακ τοῖς γαζοφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν γαζοφύλακ τοὺς γαζοφύλακᾰς
     κλητική ! γαζοφύλαξ γαζοφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γαζοφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  γαζοφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαζοφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < γάζ(α) (θησαυρός) + αρχαία ελληνική -ο- + -φύλαξ (φύλακας)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαζοφύλαξ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα

επεξεργασία