ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀσφάλτιον τὰ ἀσφάλτι
      γενική τοῦ ἀσφαλτίου τῶν ἀσφαλτίων
      δοτική τῷ ἀσφαλτί τοῖς ἀσφαλτίοις
    αιτιατική τὸ ἀσφάλτιον τὰ ἀσφάλτι
     κλητική ! ἀσφάλτιον ἀσφάλτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀσφαλτίω
γεν-δοτ τοῖν  ἀσφαλτίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀσφάλτιον < αρχαία ελληνική θέμα ἀσφαλτ- + -ιον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀσφάλτιον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «ψωραλέα» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.