↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρίφυλλος η τρίφυλλη το τρίφυλλο
      γενική του τρίφυλλου της τρίφυλλης του τρίφυλλου
    αιτιατική τον τρίφυλλο την τρίφυλλη το τρίφυλλο
     κλητική τρίφυλλε τρίφυλλη τρίφυλλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρίφυλλοι οι τρίφυλλες τα τρίφυλλα
      γενική των τρίφυλλων των τρίφυλλων των τρίφυλλων
    αιτιατική τους τρίφυλλους τις τρίφυλλες τα τρίφυλλα
     κλητική τρίφυλλοι τρίφυλλες τρίφυλλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίφυλλος < τρί- + φύλλ(ο) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

τρίφυλλος

  1. που έχει τρία φύλλα
  2. (για φύλλο) που έχει τρία τμήματα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία