Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

διάστερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάστερος < (διά) δι- + (ἀστήρ) ἀστερ- + -ος

  Προφορά 1 επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði̯a.ste.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐στε‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάστερος η διάστερη το διάστερο
      γενική του διάστερου της διάστερης του διάστερου
    αιτιατική τον διάστερο τη διάστερη το διάστερο
     κλητική διάστερε διάστερη διάστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάστεροι οι διάστερες τα διάστερα
      γενική των διάστερων των διάστερων των διάστερων
    αιτιατική τους διάστερους τις διάστερες τα διάστερα
     κλητική διάστεροι διάστερες διάστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διάστερος, -ος, -ο

  1. γεμάτος αστέρια [1]
     συνώνυμα: κατάστερος
  2. που βρίσκεται μεταξύ αστέρων [1]
    βρίσκεται στα διάστερα κενά και στα διάκενα της ύλης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάστερος η διάστερος
διάστερη
το διάστερο
      γενική του διαστέρου
διάστερου
της διαστέρου
διάστερης
του διαστέρου
διάστερου
    αιτιατική τον διάστερο τη διάστερο
διάστερη
το διάστερο
     κλητική διάστερε διάστερε
διάστερη
διάστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάστεροι οι διάστεροι
διάστερες
τα διάστερα
      γενική των διαστέρων
διάστερων
των διαστέρων
διάστερων
των διαστέρων
διάστερων
    αιτιατική τους διαστέρους
διάστερους
τις διαστέρους
διάστερες
τα διάστερα
     κλητική διάστεροι διάστεροι
διάστερες
διάστερα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διάστερος, -ος, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάστερος η διάστερη το διάστερο
      γενική του διάστερου της διάστερης του διάστερου
    αιτιατική τον διάστερο τη διάστερη το διάστερο
     κλητική διάστερε διάστερη διάστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάστεροι οι διάστερες τα διάστερα
      γενική των διάστερων των διάστερων των διάστερων
    αιτιατική τους διάστερους τις διάστερες τα διάστερα
     κλητική διάστεροι διάστερες διάστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
διάστερος < (δις) δι- + αστέρ(ι) + -ος κατά το πεντάστερος not in dictionary -->

  Προφορά 2 επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈa.ste.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐στε‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

διάστερος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δύο, δις και αστέρι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διάστερος τὸ διάστερον
      γενική τοῦ/τῆς διαστέρου τοῦ διαστέρου
      δοτική τῷ/τῇ διαστέρ τῷ διαστέρ
    αιτιατική τὸν/τὴν διάστερον τὸ διάστερον
     κλητική ! διάστερε διάστερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διάστεροι τὰ διάστερ
      γενική τῶν διαστέρων τῶν διαστέρων
      δοτική τοῖς/ταῖς διαστέροις τοῖς διαστέροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διαστέρους τὰ διάστερ
     κλητική ! διάστεροι διάστερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαστέρω τὼ διαστέρω
      γεν-δοτ τοῖν διαστέροιν τοῖν διαστέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

διάστερος < δι- + αρχαία ελληνική ἀστήρ, ἀστερ- + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

διάστερος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία