σεφ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεφ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chef (αρχηγός, στη σημασία για την κουζίνα)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεφ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (γαστρονομία, επάγγελμα) ο αρχιμάγειρας
- ο δεξιοτέχνης της μαγειρικής