Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιμάγειρας οι αρχιμάγειρες
      γενική του αρχιμάγειρα των αρχιμάγειρων
    αιτιατική τον αρχιμάγειρα τους αρχιμάγειρες
     κλητική αρχιμάγειρα αρχιμάγειρες
Και λογιότερη γενική πληθυντκού «των αρχιμαγείρων» από το αρχιμάγειρος.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχιμάγειρας < αρχιμάγειρος, με μεταπλασμό σε -ας, κατά τo μάγειρος > μάγειρας[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε αρχι- + μάγειρας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ar.çiˈma.ʝi.ras/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐μά‐γει‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχιμάγειρας αρσενικό (θηλυκό αρχιμαγείρισσα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία