αρχιμάγειρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχιμάγειρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχιμάγειρος. Συγχρονικά αναλύεται σε αρχι- + μάγειρος. Συγκρίνετε με το αρχιμάγειρας.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ar.çiˈma.ʝi.ros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐μά‐γει‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχιμάγειρος αρσενικό (θηλυκό αρχιμαγείρισσα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρχιμάγειρος
|
Πηγές
επεξεργασία- αρχιμάγειρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας