αρχιμαγείρισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχιμαγείρισσα < αρχιμάγειρος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχιμαγείρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του αρχιμάγειρος / αρχιμάγειρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχιμαγείρισσα
|