κατάστερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάστερος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κατάστερος [1] < (κατά) κατ- + αρχαία ελληνική ἀστήρ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.ste.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐στε‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
κατάστερος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που είναι γεμάτος αστέρια
Συγγενικά επεξεργασία
- καταστερίζω
- → δείτε τις λέξεις κατά και αστέρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάστερος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κατάστερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάστερος < (κατά) κατ- + αρχαία ελληνική ἀστήρ, ἀστερ- + -ος
Επίθετο επεξεργασία
κατάστερος, -ος, -ον
Πηγές επεξεργασία
- κατάστερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.