Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάστερος η κατάστερη το κατάστερο
      γενική του κατάστερου της κατάστερης του κατάστερου
    αιτιατική τον κατάστερο την κατάστερη το κατάστερο
     κλητική κατάστερε κατάστερη κατάστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάστεροι οι κατάστερες τα κατάστερα
      γενική των κατάστερων των κατάστερων των κατάστερων
    αιτιατική τους κατάστερους τις κατάστερες τα κατάστερα
     κλητική κατάστεροι κατάστερες κατάστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάστερος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κατάστερος [1] < (κατά) κατ- + αρχαία ελληνική ἀστήρ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈta.ste.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐στε‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

κατάστερος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κατάστερος τὸ κατάστερον
      γενική τοῦ/τῆς καταστέρου τοῦ καταστέρου
      δοτική τῷ/τῇ καταστέρ τῷ καταστέρ
    αιτιατική τὸν/τὴν κατάστερον τὸ κατάστερον
     κλητική ! κατάστερε κατάστερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κατάστεροι τὰ κατάστερ
      γενική τῶν καταστέρων τῶν καταστέρων
      δοτική τοῖς/ταῖς καταστέροις τοῖς καταστέροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καταστέρους τὰ κατάστερ
     κλητική ! κατάστεροι κατάστερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καταστέρω τὼ καταστέρω
      γεν-δοτ τοῖν καταστέροιν τοῖν καταστέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάστερος < (κατά) κατ- + αρχαία ελληνική ἀστήρ, ἀστερ- + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

κατάστερος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία