ἀντοχή
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀντοχή | αἱ | ἀντοχαί |
γενική | τῆς | ἀντοχῆς | τῶν | ἀντοχῶν |
δοτική | τῇ | ἀντοχῇ | ταῖς | ἀντοχαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἀντοχήν | τὰς | ἀντοχᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἀντοχή | ἀντοχαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀντοχᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀντοχαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀντοχή < αρχαία ελληνική ἀντέχω < ἀντί + ἔχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀντοχή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές επεξεργασία
- ἀντοχή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.