Δείτε επίσης: Αρτακηνός, αρτακηνός
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / Ἀρτακηνός τὸ Ἀρτακηνόν
      γενική τοῦ/τῆς Ἀρτακηνοῦ τοῦ Ἀρτακηνοῦ
      δοτική τῷ/τῇ Ἀρτακην τῷ Ἀρτακην
    αιτιατική τὸν/τὴν Ἀρτακηνόν τὸ Ἀρτακηνόν
     κλητική ! Ἀρτακηνέ Ἀρτακηνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ Ἀρτακηνοί τὰ Ἀρτακηνᾰ́
      γενική τῶν Ἀρτακηνῶν τῶν Ἀρτακηνῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς Ἀρτακηνοῖς τοῖς Ἀρτακηνοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς Ἀρτακηνούς τὰ Ἀρτακηνᾰ́
     κλητική ! Ἀρτακηνοί Ἀρτακηνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀρτακηνώ τὼ Ἀρτακηνώ
      γεν-δοτ τοῖν Ἀρτακηνοῖν τοῖν Ἀρτακηνοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀρτακηνός < αρχαία ελληνική Ἀρτάκ(η) + -ηνός

  Επίθετο

επεξεργασία

Ἀρτακηνός, -ός, -όν

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία