Ετυμολογία

επεξεργασία
διαμηνύω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική διαμηνύω < ελληνιστική κοινή διαμηνύω < αρχαία ελληνική δια- + μηνύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.miˈni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐μη‐νύ‐ω

διαμηνύω, αόρ.: διαμήνυσα/διεμήνυσα, παθ.φωνή: διαμηνύομαι, π.αόρ.: διαμηνύθηκα/διεμηνύθη3o

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαμηνύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαμηνύω < αρχαία ελληνική δια- + μηνύω

διαμηνύω

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαμηνύω (ελληνιστική κοινή) < δια- + αρχαία ελληνική μηνύω (αποκαλύπτω)

διαμηνύω