↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι δεκάπρωτοι
      γενική των δεκάπρωτων
δεκαπρώτων
    αιτιατική τους δεκάπρωτους
δεκαπρώτους
     κλητική δεκάπρωτοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκάπρωτοι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δεκάπρωτοι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεκάπρωτοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δεκάπρωτοι
      γενική τῶν δεκαπρώτων
      δοτική τοῖς δεκαπρώτοις
    αιτιατική τοὺς δεκαπρώτους
     κλητική ! δεκάπρωτοι
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκάπρωτοι < αρχαία ελληνική δέκα + πρῶτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεκάπρωτοι αρσενικό στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

λατινικά: