δεκάπρωτοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | δεκάπρωτοι | ||
γενική | των | δεκάπρωτων & δεκαπρώτων | ||
αιτιατική | τους | δεκάπρωτους & δεκαπρώτους | ||
κλητική | δεκάπρωτοι | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δεκάπρωτοι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δεκάπρωτοι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεκάπρωτοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία, πολιτική, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) → δείτε τη λέξη δεκάπρωτοι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δεκάπρωτοι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεκάπρωτοι < αρχαία ελληνική δέκα + πρῶτος
- ανώτατοι άρχοντες < μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική decemprimi
- οι «δέκανδροι» < μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική decemviri
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεκάπρωτοι αρσενικό στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη δεκάπρωτος
- δεκάπρωτοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.