ἀσυμμέτρως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀσυμμέτρως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀσύμμετρ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαἀσυμμέτρως
Πηγές
επεξεργασία- ἀσύμμετρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.