ἀποχή
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀποχή | αἱ | ἀποχαί |
γενική | τῆς | ἀποχῆς | τῶν | ἀποχῶν |
δοτική | τῇ | ἀποχῇ | ταῖς | ἀποχαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἀποχήν | τὰς | ἀποχᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἀποχή | ἀποχαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποχᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποχαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἀποχή < αρχαία ελληνική ἀπέχω < ἀπό + ἔχω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἀποχή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ἀποχή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀποχή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.