Δείτε επίσης: απέχω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπέχω < ἀπ- + ἔχω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀπέχω

  1. έχω/κρατώ απόσταση από κάτι
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 33
    ἀλλὰ ἑκὰς νήσων ἀπέχειν εὐεργέα νῆα
    Ὡς τόσο βάστα ἀπ' τὰ νησιὰ μακριὰ τ' ὡριὸ καράβι (μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)
  2. (+ απαρέμφατο) εμποδίζω (κάποιον) από το να κάνει κάτι
  3. απέχω (για να δηλωθεί η απόσταση από έναν τόπο)
    ※  ἔστι δὲ ἄλλη πόλις ἀπέχουσα ὀκτὼ ἡμερέων ὁδὸν ἀπὸ Βαβυλῶνος (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 1 (Κλειώ).179)
  4. απέχω (από το να επιτύχω κάτι)
  5. απέχω, διαφέρω από κάτι
  6. παίρνω κάτι ολόκληρο
    ἀπέχω τὸ χρέος - μου εξοφλέείται όλο το ποσό που μου χρωστούσαν
  7. (απρόσωπο) → δείτε τη λέξη ἀπέχει : είναι ικανοποιητικό, είναι αρκετό

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία