ἀπευχή
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀπευχή | αἱ | ἀπευχαί |
γενική | τῆς | ἀπευχῆς | τῶν | ἀπευχῶν |
δοτική | τῇ | ἀπευχῇ | ταῖς | ἀπευχαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἀπευχήν | τὰς | ἀπευχᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἀπευχή | ἀπευχαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπευχᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπευχαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀπευχή < ἀπό (ἀπ-) + αρχαία ελληνική εὐχή, ἀπεύχομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀπευχή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἀπεύχομαι
Πηγές επεξεργασία
- ἀπευχή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.