↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δειλόψυχος η δειλόψυχη το δειλόψυχο
      γενική του δειλόψυχου της δειλόψυχης του δειλόψυχου
    αιτιατική τον δειλόψυχο τη δειλόψυχη το δειλόψυχο
     κλητική δειλόψυχε δειλόψυχη δειλόψυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δειλόψυχοι οι δειλόψυχες τα δειλόψυχα
      γενική των δειλόψυχων των δειλόψυχων των δειλόψυχων
    αιτιατική τους δειλόψυχους τις δειλόψυχες τα δειλόψυχα
     κλητική δειλόψυχοι δειλόψυχες δειλόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δειλόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δειλόψυχος < δειλ(ός) + -ό- + -ψυχος

  Επίθετο

επεξεργασία

δειλόψυχος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δειλόψυχος τὸ δειλόψυχον
      γενική τοῦ/τῆς δειλοψύχου τοῦ δειλοψύχου
      δοτική τῷ/τῇ δειλοψύχ τῷ δειλοψύχ
    αιτιατική τὸν/τὴν δειλόψυχον τὸ δειλόψυχον
     κλητική ! δειλόψυχε δειλόψυχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δειλόψυχοι τὰ δειλόψυχ
      γενική τῶν δειλοψύχων τῶν δειλοψύχων
      δοτική τοῖς/ταῖς δειλοψύχοις τοῖς δειλοψύχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δειλοψύχους τὰ δειλόψυχ
     κλητική ! δειλόψυχοι δειλόψυχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δειλοψύχω τὼ δειλοψύχω
      γεν-δοτ τοῖν δειλοψύχοιν τοῖν δειλοψύχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δειλόψυχος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική .δειλ(ός) + -ό- + -ψυχος

  Επίθετο

επεξεργασία

δειλόψυχος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία