↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δανειστικός η δανειστική το δανειστικό
      γενική του δανειστικού της δανειστικής του δανειστικού
    αιτιατική τον δανειστικό τη δανειστική το δανειστικό
     κλητική δανειστικέ δανειστική δανειστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δανειστικοί οι δανειστικές τα δανειστικά
      γενική των δανειστικών των δανειστικών των δανειστικών
    αιτιατική τους δανειστικούς τις δανειστικές τα δανειστικά
     κλητική δανειστικοί δανειστικές δανειστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δανειστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δανειστικός < αρχαία ελληνική δανείζω, δανεισ- + -τικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ða.ni.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐νει‐στι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

δανειστικός, -ή, -ό (χωρίς παραθετικά)

  1. σχετικός με τη χορήγηση δανείου
  2. που δανείζει
    δανειστική βιβλιοθήκη

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δάνειο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δανειστικός δανειστική τὸ δανειστικόν
      γενική τοῦ δανειστικοῦ τῆς δανειστικῆς τοῦ δανειστικοῦ
      δοτική τῷ δανειστικ τῇ δανειστικ τῷ δανειστικ
    αιτιατική τὸν δανειστικόν τὴν δανειστικήν τὸ δανειστικόν
     κλητική ! δανειστικέ δανειστική δανειστικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δανειστικοί αἱ δανειστικαί τὰ δανειστικᾰ́
      γενική τῶν δανειστικῶν τῶν δανειστικῶν τῶν δανειστικῶν
      δοτική τοῖς δανειστικοῖς ταῖς δανειστικαῖς τοῖς δανειστικοῖς
    αιτιατική τοὺς δανειστικούς τὰς δανειστικᾱ́ς τὰ δανειστικᾰ́
     κλητική ! δανειστικοί δανειστικαί δανειστικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δανειστικώ τὼ δανειστικᾱ́ τὼ δανειστικώ
      γεν-δοτ τοῖν δανειστικοῖν τοῖν δανειστικαῖν τοῖν δανειστικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δανειστικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δανείζω, δανεισ- + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

δανειστικός, -ή, -όν χωρίς παραθετικά (ελληνιστική κοινή)

  1. δανειστικός, που αναφέρεται σε δανεισμό
  2. συνώνυμο του δανειστής

Συγγενικά

επεξεργασία