↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δανειστής οι δανειστές
      γενική του δανειστή των δανειστών
    αιτιατική τον δανειστή τους δανειστές
     κλητική δανειστή δανειστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δανειστής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δανειστής [1] < δανείζω, δανεισ- + -τής < δάνειο[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ða.niˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐νει‐στής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δανειστής αρσενικό (θηλυκό δανείστρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δάνειο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. δανειστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. δάνειο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δανειστής οἱ δανεισταί
      γενική τοῦ δανειστοῦ τῶν δανειστῶν
      δοτική τῷ δανειστ τοῖς δανεισταῖς
    αιτιατική τὸν δανειστήν τοὺς δανειστᾱ́ς
     κλητική ! δανειστᾰ́ δανεισταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δανειστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  δανεισταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δανειστής < δανείζω, δανεισ- + -τής < δάνειο[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δανειστής αρσενικό (θηλυκό δανείστρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δάνειον και δάνος

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. δάνειο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.