Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
lender
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
lender
lenders
Ετυμολογία
επεξεργασία
lender
<
lend
+
-er
Ουσιαστικό
επεξεργασία
lender
(en)
(
οικονομία
) ο
δανειστής
/η
δανείστρια
⮡
His
lenders
are after him.
Τον κυνηγούν οι
δανειστές
του.
≈
συνώνυμα
:
creditor
Πηγές
επεξεργασία
lender
-
Oxford Learner's Dictionaries