ἀράχιδνα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀράχιδνᾰ | αἱ | ἀράχιδναι | ||||
γενική | τῆς | ἀραχίδνης | τῶν | ἀραχιδνῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἀραχίδνῃ | ταῖς | ἀραχίδναις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀράχιδνᾰν | τὰς | ἀραχίδνᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἀράχιδνᾰ | ἀράχιδναι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀραχίδνᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀραχίδναιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀράχιδνα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄραχος με επίδραση του ἔχιδνα < ἄρακος [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ λατινικά: arachidna → δείτε και το νεοελληνικό αραχίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀράχιδνα θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή, φυτό) το λαθούρι, → δείτε και αραχίδα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἀραχίδνα, ἀράχιδνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.