Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δᾳδίον τὰ δᾳδί
      γενική τοῦ δᾳδίου τῶν δᾳδίων
      δοτική τῷ δᾳδί τοῖς δᾳδίοις
    αιτιατική τὸ δᾳδίον τὰ δᾳδί
     κλητική ! δᾳδίον δᾳδί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δᾳδίω
γεν-δοτ τοῖν  δᾳδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δᾳδίον < αρχαία ελληνική (δᾴς) δᾳδ- + υποκοριστικό επίθημα -ίον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δᾳδίον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. υποκοριστικό του δᾴς, δαΐς : μικρή δάδα
  2. μικρή λαμπάδα
  3. δαδί
  4. ρητινώδες επίθεμα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία