Ἀρτακεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀρτακεύς | οἱ | Ἀρτακεῖς | ||||
γενική | τοῦ | Ἀρτακέως | τῶν | Ἀρτακέων | ||||
δοτική | τῷ | Ἀρτακεῖ | τοῖς | Ἀρτακεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Ἀρτακέᾱ | τοὺς | Ἀρτακέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Ἀρτακεῦ | Ἀρτακεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀρτακεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀρτακέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀρτακεύς < αρχαία ελληνική Ἀρτάκ(η) + -εύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἈρτακεύς αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Αρτάκης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἀρτακεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.