ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀρτακεύς οἱ Ἀρτακεῖς
      γενική τοῦ Ἀρτακέως τῶν Ἀρτακέων
      δοτική τῷ Ἀρτακεῖ τοῖς Ἀρτακεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀρτακέ τοὺς Ἀρτακέᾱς
     κλητική ! Ἀρτακεῦ Ἀρτακεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀρτακεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀρτακέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀρτακεύς < αρχαία ελληνική Ἀρτάκ(η) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἀρτακεύς αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία