διδασκαλεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | διδασκαλεῖον | τὰ | διδασκαλεῖᾰ |
γενική | τοῦ | διδασκαλείου | τῶν | διδασκαλείων |
δοτική | τῷ | διδασκαλείῳ | τοῖς | διδασκαλείοις |
αιτιατική | τὸ | διδασκαλεῖον | τὰ | διδασκαλεῖᾰ |
κλητική ὦ! | διδασκαλεῖον | διδασκαλεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διδασκαλείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διδασκαλείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διδασκαλεῖον < αρχαία ελληνική διδάσκαλ(ος) + -εῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιδασκαλεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (εκπαίδευση) το σχολείο
Πηγές
επεξεργασία- διδασκαλεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διδασκαλεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.