Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βύσσινον ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βύσσινον τὰ βύσσιν
      γενική τοῦ βυσσίνου τῶν βυσσίνων
      δοτική τῷ βυσσίν τοῖς βυσσίνοις
    αιτιατική τὸ βύσσινον τὰ βύσσιν
     κλητική ! βύσσινον βύσσιν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βυσσίνω
γεν-δοτ τοῖν  βυσσίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βύσσινον ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.