Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βύσσινον (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βύσσινον < αρχαία ελληνική βύσσινος (επίθετο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βύσσινον ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βύσσινον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βύσσινον < αρχαία ελληνική βύσσινος (επίθετο) < βύσσος (λινό πορφυρό ένδυμα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βύσσινον ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βύσσινον τὰ βύσσιν
      γενική τοῦ βυσσίνου τῶν βυσσίνων
      δοτική τῷ βυσσίν τοῖς βυσσίνοις
    αιτιατική τὸ βύσσινον τὰ βύσσιν
     κλητική ! βύσσινον βύσσιν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βυσσίνω
γεν-δοτ τοῖν  βυσσίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βύσσινον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βύσσινος αρχαία ελληνική < βύσσος (λινό πορφυρό ένδυμα) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βύσσινον ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

βύσσινον

  Πηγές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.