βύσσινον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βύσσινον (καθαρεύουσα) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βύσσινον < αρχαία ελληνική βύσσινος (επίθετο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβύσσινον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το βύσσινο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- βύσσινον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βύσσινον < αρχαία ελληνική βύσσινος (επίθετο) < βύσσος (λινό πορφυρό ένδυμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβύσσινον ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βύσσινον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βύσσινον | τὰ | βύσσινᾰ | ||||
γενική | τοῦ | βυσσίνου | τῶν | βυσσίνων | ||||
δοτική | τῷ | βυσσίνῳ | τοῖς | βυσσίνοις | ||||
αιτιατική | τὸ | βύσσινον | τὰ | βύσσινᾰ | ||||
κλητική ὦ! | βύσσινον | βύσσινᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βυσσίνω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βυσσίνοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βύσσινον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βύσσινος αρχαία ελληνική < βύσσος (λινό πορφυρό ένδυμα) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβύσσινον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή, ενδυμασία) ρούχο από λεπτό λινό ύφασμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβύσσινον
Πηγές
επεξεργασία- βύσσινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.