Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βυσσινέα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
βυσσινέα
<
βύσσιν(ον)
+
-έα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βυσσινέα
θηλυκό
(
καθαρεύουσα
,
δέντρο
) η
βυσσινιά
Συγγενικά
επεξεργασία
βύσσινον