Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπορρήτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπορρήτως < αρχαία ελληνική απόρρητ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀπορρήτως



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπορρήτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική απόρρητ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀπορρήτως