ἀπορρήτως
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀπορρήτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπορρήτως < αρχαία ελληνική απόρρητ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαἀπορρήτως
- με θαυμαστό, μυστικό τρόπο
Πηγές
επεξεργασία- ἀπορρήτως - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀπορρήτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική απόρρητ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαἀπορρήτως
- (ελληνιστική κοινή) ανείπωτα, χωρίς να υπάρχει τρόπος να εκφραστεί
Πηγές
επεξεργασία- ἀπόρρητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.