Δείτε επίσης: απόρρητος

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπόρρητος < ἀπό- + ῥητός (με ρρ όταν το τελευταίο φωνήεν του πρώτου συνθετικού ήταν βραχύ)[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀπόρρητος, -ος, -ον, συγκριτικός:ἀπορρητότερος

  1. απαγορευμένος
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 44
    ἦ γὰρ νοεῖς θάπτειν σφ᾽, ἀπόρρητον πόλει;
    • Μα αλήθεια να θάψεις σκέφθηκες αυτόν, που η πόλη απαγορεύει;
      Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
    • Τί; να τον θάψεις μελετάς, που ᾽ναι απαγορεμένο;
      Μετάφραση (1904): Κωνσταντίνος Μάνος, @greek-language.gr
    ※  5ος/4oς πκε αιώνας, Λυσίας, Κατὰ Θεομνήστου, 8
    οὐ γὰρ δήπου, ὦ Θεόμνηστε, εἰ μέν τίς σε εἴποι πατραλοίαν ἢ μητραλοίαν, ἠξίους ἂν αὐτὸν ὀφλεῖν σοι δίκην, εἰ δέ τις εἴποι ὡς τὴν τεκοῦσαν ἢ τὸν φύσαντα ἔτυπτες, ᾤου ἂν αὐτὸν ἀζήμιον δεῖν εἶναι ὡς οὐδὲν τῶν ἀπορρήτων εἰρηκότα.
    Γιατί ασφαλώς, Θεόμνηστε, δεν θα είχες την απαίτηση να τιμωρηθεί κάποιος, αν σε αποκαλούσε πατραλοία ή μητραλοία, ενώ θα θεωρούσες ότι πρέπει να μείνει ατιμώρητος, αν ένας έλεγε ότι δέρνεις αυτή που σε γέννησε ή εκείνον που σε έσπειρε, εφόσον κατά τη λογική σου δεν θα είχε πει κάτι από αυτά που απαγορεύονται.
    Μετάφραση: Θ.Κ. Στεφανόπουλος @greek‑language.gr
  2. που δεν πρέπει να ειπωθεί, μυστικός
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 94.1
    τὰ μὲν χρηστήρια ταῦτά σφι ἐχρήσθη, οἱ δὲ Ἀπολλωνιῆται ἀπόρρητα ποιησάμενοι προσέθεσαν τῶν ἀστῶν ἀνδράσι διαπρῆξαι.
    Λοιπόν τα μαντεία αυτούς τους χρησμούς τούς έδωσαν κι οι Απολλωνιάτες τους κράτησαν μυστικούς κι επιφόρτισαν την εκτέλεσή τους σε ορισμένους πολίτες.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  4oς πκε αιώνας Αισχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 97
    Ὁ δὲ σεμνῶς πάνυ παρελθών, τόν τε Καλλίαν ὑπερεπῄνει, τό τε ἀπόρρητον προσεποιήσατο εἰδέναι,
    Ο Δημοσθένης, αφού ανέβηκε στο βήμα με πολλή σοβαρότητα, άρχισε να εκθειάζει τον Καλλία, προσποιήθηκε ότι γνώριζε τις μυστικές επαφές
    Μετάφραση (2012): Α. Ι. Γιαγκόπουλος @greek‑language.gr
  3. βδελυρός, αποτρόπαιος
  4. (για ιερά πράγματα) μυστικός, απόκρυφος, άρρητος
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 7.5
    ἔοικε δ᾽ Ἀλέξανδρος οὐ μόνον τὸν ἠθικὸν καὶ πολιτικὸν παραλαβεῖν λόγον, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀπορρήτων καὶ βαθυτέρων διδασκαλιῶν, ἃς οἱ ἄνδρες ἰδίως ἀκροατικὰς καὶ ἐποπτικὰς προσαγορεύοντες οὐκ ἐξέφερον εἰς πολλούς, μετασχεῖν.
    Φαίνεται πως ο Αλέξανδρος δέχτηκε όχι μόνο μαθήματα ηθικής και πολιτικής, αλλά και πήρε μέρος σε μυστικές και βαθύτερες διδασκαλίες, που οι άνδρες ιδίως αποκαλούσαν ακροαματικές και ανώτερες και δεν τις κοινολογούσαν στον πολύ κόσμο.
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία