→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαθυπώγων (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βαθυ- + πώγων

  Επίθετο

επεξεργασία

βαθυπώγων, -ον γενική -ωνος, ή ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό