πώγων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πώγων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πώγων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπώγων αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο πώγων)
- (παρωχημένο, αρχαιοπρεπές) ο πώγωνας, το γένι (χρήση σε λόγιους όρους και σύνθετα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πώγωνας, πώγων - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Όροι με πωγων- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ετυμολογία
επεξεργασία- πώγων < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πώγων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπώγων αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σελ.341, τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πώγων | οἱ | πώγωνες |
γενική | τοῦ | πώγωνος | τῶν | πωγώνων |
δοτική | τῷ | πώγωνῐ | τοῖς | πώγωσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | πώγωνᾰ | τοὺς | πώγωνᾰς |
κλητική ὦ! | πώγων | πώγωνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πώγωνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πωγώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πώγων, ήδη τον 7ο αιώνα στον Αρχίλολο < άγνωστης ετυμολογίας χωρίς να τεκμηριώνονται συνδέσεις όπως με το πήγνυμι[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ αγγλικά: pogono-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπώγων αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
πωγων-
πωγων-
- ἀποτραγοπώγων
- ἀπώγων
- βαθυπώγων
- δασυπώγων
- διοσπώγων
- εὐπώγων
- γλωσσοπωγώνιον
- κακοπώγων
- καταπώγων
- λιποπωγωνία
- μακροπώγων
- ματαιοπώγων
- μισοπώγων
- ὀξυπώγων
- προπωγώνιον
- πωγωνιαῖος
- πωγωνίας
- πωγωνιάτης
- πωγωνικός
- πωγώνιον
- πωγωνίτης
- πωγωνοφόρος
- πωγωνοκουρία
- πωγωνοτροφέω
- πωγωνοτροφία
- σφηνοπώγων
- σπανοπώγων
- τετραπώγων
- τιλλοπώγων
- τραγοπώγων
- χαλκοπώγων
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πώγων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πώγων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.