Δείτε επίσης: Πώγων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πώγων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πώγων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πώγων αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο πώγων)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πώγων < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πώγων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πώγων αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πώγων οἱ πώγωνες
      γενική τοῦ πώγωνος τῶν πωγώνων
      δοτική τῷ πώγων τοῖς πώγωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πώγων τοὺς πώγωνᾰς
     κλητική ! πώγων πώγωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πώγωνε
γεν-δοτ τοῖν  πωγώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πώγων, ήδη τον 7ο αιώνα στον Αρχίλολο < άγνωστης ετυμολογίας χωρίς να τεκμηριώνονται συνδέσεις όπως με το πήγνυμι[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: αγγλικά: pogono-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πώγων αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
πωγων- 

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία